- συνονθυλεύω
- μετ.1) фаршировать; 2) компилировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνονθυλεύω — Ν συμφύρω, συρράπτω ανόμοια πράγματα, δημιουργώ συνονθύλευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αρχ. ρ. ὀνθυλεύω «παραγεμίζω» (< ὄνθος «κοπριά ζώων»), Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
συνονθύλευση — η, Ν [συνονθυλεύω] η ενέργεια τού συνονθυλεύω … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνονθύλευμα — το, Ν 1. παραγέμισμα 2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων 3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek